ὑμνολογία — ὑμνολογίᾱ , ὑμνολογία hymn singing fem nom/voc/acc dual ὑμνολογίᾱ , ὑμνολογία hymn singing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνολογίᾳ — ὑμνολογίᾱͅ , ὑμνολογία hymn singing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υμνολογία — η / ὑμνολογία, ΝΜΑ [ὑμνολόγος] νεοελλ. 1. εγκωμιασμός με ύμνους 2. μελέτη που ασχολείται με τους εκκλησιαστικούς ύμνους 3. δοξολογία 4. εκκλ. το μάθημα τής θεολογίας το οποίο εξετάζει την ιστορία τής εκκλησιαστικής υμνογραφίας, καθώς και τη… … Dictionary of Greek
υμνολόγια — τὰ, Α βλ. υμνολόγιο(ν) … Dictionary of Greek
ὑμνολογίας — ὑμνολογίᾱς , ὑμνολογία hymn singing fem acc pl ὑμνολογίᾱς , ὑμνολογία hymn singing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνολογίαι — ὑμνολογίᾱͅ , ὑμνολογία hymn singing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνολογίαν — ὑμνολογίᾱν , ὑμνολογία hymn singing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνολογιῶν — ὑμνολογία hymn singing fem gen pl ὑμνολογίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑμνολογίαις — ὑμνολογία hymn singing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υμνολόγιο(ν) — το / ὑμνολόγιον, ΝΑ νεοελλ. 1. συλλογή εκκλησιαστικών ύμνων 2. μτφ. υμνολογία, εξύμνηση με πληθώρα εγκωμιαστικών λόγων αρχ. στον πληθ. τὰ ὑμνολόγια γιορτή προς τιμή τής Καρμέντης, μητέρας τού Ευάνδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνολόγος. Ο τ. με τη νεοελλ.… … Dictionary of Greek